αχαμήλωτος

αχαμήλωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γίνει πιο χαμηλός, που δεν έχει ελαττωθεί κατά το ύψος ή την ένταση («κουρτίνα αχαμήλωτη», «φωνή αχαμήλωτη»)
2. εκείνος που δεν έχει υποστεί ταπείνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αχαμήλωτος — η, ο αυτός που δε χαμηλώνει, δεν κατεβαίνει: Στεκόταν απέναντί μου με τα μάτια αχαμήλωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”